τρυφερόνοος

τρυφερόνοος
-ον, Α
αυτός που έχει νοσηρή πνευματική κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -νοος (< νόος, νοῦς), πρβλ. ελαφρό-νοος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”